Κυκλοφόρησε τελευταία σε μια συλλεκτική δίγλωσση έκδοση το λεύκωμα με τίτλο «ἐν τῇ ὁδῷ, ᾗ ἐπορεύθημεν» και υπότιτλο «ασύχναστοι τόποι στη Μητρόπολη Δημητριάδος» της Όλιας Γκλούσενκο και του Κωστή Δρυγιανάκη, από την Εκδοτική Δημητριάδος και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου. Η έκδοση παρουσιάζει ένα κόσμο, εν πολλοίς άγνωστο, με εκκλησιαστικά μνημεία της Μητροπολιτικής μας περιφέρειας, διάσπαρτα σε διάφορες γωνιές του τόπου μας, από πολλά χωριά του Πηλίου και της Όθρυος αλλά και πεδινά χωριά του κάμπου.
Στην παρούσα καλλιτεχνική συγκομιδή των 216 φωτογραφιών, αποτέλεσμα φωτογραφικών εξερευνήσεων των δημιουργών, η αφετηρία των οποίων ξεκίνησε από στιγμιότυπα της καθημερινότητας και την τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική στη Ρωσία, κάτι που αργότερα στην Ελλάδα συμπεριέλαβε και τον χριστιανικό της κόσμο. Για το τελευταίο δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια, όπως δηλώνουν οι ίδιοι στον πρόλογο της έκδοσης, αφού «στην Ελλάδα, ο Χριστιανισμός έχει πολύ έντονη παρουσία και μεγάλη ποικιλία εκφάνσεων· βρίσκεται ουσιαστικώς παντού, ως τμήμα του πολιτισμού ή μάλλον του τοπίου, με τον τρόπου που το έθεσε ο Σεφέρης». Χριστιανισμός πλούσιος και Χριστιανισμός φτωχός, Χριστιανισμός ισχυρός και αδύναμος, λόγιος και λαϊκός, περιποιημένος και εγκαταλειμμένος και όλα αυτά, πότε μαζί και πότε χωριστά. Στο τέλος, επέλεξαν να εστιάσουν στο λιγότερο γνωστό μέρος, αυτής της θεματικής τους, αυτό που βάφτισαν «λαϊκό» με όλα τα συνδηλούμενα.
Και αυτό εν τέλει μας παρουσιάζουν εν είδει ενός προσωπικού ημερολογίου: ξεχασμένα ξωκλήσια, που με μια ιδιαίτερη ευαισθησία η Όλια και ο Κωστής προσπαθούν να σώσουν με το φακό τους κάτι από τον πλούτο τους, που «βυθίζεται» σταδιακά στο παρελθόν. Και εκεί στρέφουμε το βλέμμα μας, σ’ αυτά τα ασύχναστα ιερά «με τους γυναικωνίτες που έχουν εξ’ ανάγκης μετατραπεί σε αποθήκες, στους ναούς που σταδιακά καταρρέουν κάτω από το βάρος του χρόνου, στις εικόνες που υπομονετικά περιμένουν το χέρι του συντηρητή, στα ευτελή αναθήματα και τα απροσχημάτιστα αφιερώματα», όπως υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, στον εισαγωγικό χαιρετισμό του ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ.κ. Ιγνάτιος. Άγνωστες ομορφιές με «πολιτισμική πολυμορφία», όπως επίσης σημειώνει στο αντίστοιχο προλογικό της σημείωμα η Αντιπεριφερειάρχης Μαγνησίας κ. Δωροθέα Κολυνδρίνη.
Αυτή την ποικιλομορφία επέλεξαν να αγγίξουν η Όλια και ο Κωστής, αυτή που ταίριαζε στην εσωτερική τους αναζήτηση.
Ξεφυλλίζοντας το συγκινητικό αυτό λεύκωμα, ένιωσα να περιηγούμαι υπό το μυστηριακό φως των κεριών στους άδηλους θησαυρούς της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, στα αισθητά μνημεία της και στη ζώσα πνευματική της δημιουργία.
Ο Κωστής και ίσως ακόμα περισσότερο η Όλια αφουγκράστηκαν τις ανάσες των καταγραφόμενων αυτών χώρων και με τη ζεστασιά της ματιάς τους, με κεραίες που επιτρέπουν σε ταλαντούχους μόνο φωτογράφους, διέκριναν την ποιότητα των δηλούμενων στα εν λόγω μνημεία.
Δεν ξέρω πόσο χρόνο ξόδιασαν οι δυο τους, ερευνώντας· πώς μέτρησαν τους παλμούς του χρόνου και πώς κατάφεραν να υφάνουν σε εικόνες τις σιωπές των μοναδικών αυτών εσωτερικών και την αθανασία της ταπεινότητάς τους· και πώς στο τέλος αιχμαλώτισαν ανθρωπολογικές, αισθητικές και λατρευτικές λεπτομέρειες, «κριτικοί» στο αυτονόητο και «ανοιχτοί απέναντι στο άγνωστο», όπως οι ίδιοι υπογραμμίζουν.
Ένα ξέρω, ότι μπόρεσαν να αγγίξουν με τη δική τους ψυχή τις ψυχές των μνημείων αυτών, σ’ ένα συναρπαστικό ταξίδι για τον καθένα μας, τόσο κοντινό και τόσο μακρινό συνάμα. Κοντολογίς, πρόκειται για μια μαρτυρία τέχνης, καταγραφή ακαταμάχητης ευκρίνειας, που αθροίζει πολλές μικρές και άλλες τόσες στιγμές, σ’ ένα μοναδικό απόθεμα και ένα θησαυρό αυτογνωσίας.
της Μαρίας Κ. Σπανού