Κοραή 79, Βόλος

Άννα Αποστολάκι, μια φωτισμένη γυναίκα

Της Μαρίας Σπανού

Κυκλοφόρησε πρόσφατα μια καλαίσθητη έκδοση του Λυκείου των Ελληνίδων Αθηνών (ΛτΕ) με τίτλο «Αντίδωρο στην Άννα Αποστολάκι. Η ζωή, το έργο και η συνεισφορά της» (επιμέλεια:  Ανδρομάχη Οικονόμου, Βασιλική Φλώρου). Ο συλλoγικός αυτός τόμος είναι καρπός  της επιστημονικής ημερίδας, αφιερωμένης στην Άννα Αποστολάκι,  εξέχον μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων και στενή συνεργάτιδα της Καλλιρόης Παρρέν. Πριν την επιστημονική συνάντηση του ΛτΕ (Αθήνα, 2015), είχε προηγηθεί αντίστοιχη στο Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου (2014)  με πρωτοβουλία του Ιστορικού Αρχείου του Κεντρικού Λυκείου των Ελληνίδων.  Αυτές οι εκδηλώσεις μνήμης και τώρα η έκδοση έρχονται να συμπληρώσουν το οφειλόμενο χρέος τιμής σε αυτή την φωτισμένη  μορφή του γυναικείου επιστημονικού χώρου. Μια προσωπικότητα  άγνωστη στους νεότερους, με έργο πρωτοποριακό, απόλυτα συνυφασμένο με τη συγκρότηση της  ελληνικής λαογραφίας.  

Η Άννα Αποστολάκι γεννήθηκε στο χωριό Μαργαρίτες του Ρεθύμνου,  το 1885. Όπως συνηθίζονταν τότε για κάθε κοπέλα που ήθελε να μορφωθεί,  ακολούθησε σπουδές στο Αρσάκειο. Η γνωριμία της με την Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου-Συγγρού της έδωσε τα διαπιστευτήρια για να επιλεγεί ως παιδαγωγός γνωστών αστικών οικογενειών της Αθήνας.  Η πνευματική της σταδιοδρομία συνεχίζεται με  σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργαζόμενη παράλληλα αμισθί στο Νομισματικό Μουσείο ως βοηθός του Ιωάννη Σβορώνου. Ο διαπρεπής αυτός  νομισματολόγος –αρχαιολόγος της εμφύσησε τον ερευνητικό ζήλο. Η κλασική της παιδεία κορυφώνεται  με την  εκπόνηση της διδακτορικής της διατριβής το 1906. Από τις πρώτες διδάκτορες του Πανεπιστημίου Αθηνών,  έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα του Ν. Γ. Πολίτη υπήρξε το πρώτο τακτικό γυναικείο μέλος στην Αρχαιολογική Εταιρία (1837) και από τις πρώτες γυναίκες που πλαισίωσαν την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (1908).  Η χειραφέτηση των γυναικών που ήταν τότε το αίτημα της εποχής, βασισμένο στο δίπτυχο εκπαίδευση-εργασία έβρισκε στην Αποστολάκι την απόλυτη έκφραση, ταυτισμένη με τον  κύριο καταστατικό στόχο του Λυκείου των Ελληνίδων που μόλις είχε ιδρυθεί (1911). Ήταν επομένως φυσικό  η  Καλλιρρόη Παρρέν, ρεθυμνιώτισσα κι αυτή,    να την εντάξει  στον πυρήνα της  λυκειακής συσπείρωσης με τις  πρώτες  γυναίκες  επιστήμονες,  που στήριζαν το έργο   για την εξύψωση του φύλου τους. Εκτός από  ιδρυτικό, η Αποστολάκι διετέλεσε  μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου (1911-1928)  και  ιδρυτικό  μέλος του Φιλολογικού του Τμήματος, με πλούσιο έργο διαλέξεων. Μεταξύ άλλων,   παρουσίασε  για πρώτη φορά ενώπιον κοινού, όχι αποκλειστικά ομοφύλων της,  το μινωικό πολιτισμό και τις ανασκαφές του Evans στην Κνωσό. Η ένταξη των Ελληνίδων στον  ανδροκρατούμενο χώρο απαιτούσε τότε σεβασμό των «εθνικών αξιών» που ήταν εργατικότητα, κοσμιότητα και συνετή επιλογή σπουδών. Πολύ αργότερα, πάλι στο Λύκειο προσέφερε  τις υπηρεσίες της ως σύμβουλος του Τμήματος Ιματιοθήκης Εθνικών Ενδυμασιών. 

Η προσήλωσή της στην ιστορία και την παράδοση εκφράστηκε ποικιλότροπα.  Αφοσιώθηκε επί χρόνια στη διάσωση και ανάδειξη των μνημείων που μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χρειάζονταν προστασία. Η προσφορά της αυτή την έφερε κοντά σε δυο επίσης μεγάλες προσωπικότητες. Τον  Γεώργιο  Δροσίνη  και τον Κωστή  Παλαμά,  συνιδρυτές της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, οι σύζυγοι των οποίων  μάλιστα μετείχαν στην  πρώτη  Εφορεία Ελληνικών Χορών του ΛτΕ. Ταυτόχρονα συνοδοιπορεί με την Αγγελική Χατζημιχάλη και με άλλες προσωπικότητες των τεχνών σε πολλούς τομείς.

Η θέση της στην ιστορία των ελληνικών μουσείων είναι ξεχωριστή. Προσφέρει εθελοντικό έργο στο πρώτο  Λαογραφικό Μουσείο της Ελλάδας, με την επωνυμία «Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων» (1918) και προσλαμβάνεται ως επιμελήτριά του, το 1924. Το Μουσείο είχε μετονομαστεί «Εθνικό Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών» (1923), επειδή στις δραστηριότητές του είχε ενταχθεί  η περισυλλογή κάθε είδους χειροτεχνίας, κυρίως  κεντημάτων και υφαντών. Η Αποστολάκι, με στέρεο επιστημονικό οπλισμό, γλωσσομάθεια και υπέρμετρη αγάπη για το αντικείμενο ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα με όλη της τη δύναμη. Η προσφορά της  κορυφώνεται στην περίοδο που ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου  (1935-1954). Ήταν η πρώτη γυναίκα διευθύντρια μουσείου στη χώρα μας.

 

Η έρευνα της ελληνικής λαϊκής τέχνης με αφετηρία το πάθος της για την αρχαιολογία έγινε ο οδηγός του  φυσικού και επιστημονικού της βίου. Η μελέτη του έργου της οδηγεί σε δυο βασικούς άξονες. Κοπτικά υφάσματα και συλλεκτικό ενδιαφέρον. Το 1932 παρουσίασε τον πρώτο συνολικό τόμο του ερευνητικού έργου της, τον κατάλογο με τον τίτλο: «Τα κοπτικά υφάσματα του εν Αθήναις Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών», έκδοση του Υπουργείου Παιδείας· έργο μοναδικό που την έκανε γνωστή διεθνώς. Για το έργο της   το 1954, η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Αργυρούν Μετάλλιο. Ανάμεσα στις δημοσιευμένες εργασίες της (υπάρχουν και αδημοσίευτες) συγκαταλέγονται και οι αναφερόμενες στην κρητική κεντητική και υφαντική,  αποτυπώνοντας, μέσα από μια υποδειγματική τεκμηρίωση, τη βαθιά γνώση της για τον κρητικό πολιτισμό.

Η ανασύνθεση της ζωής και του έργου της Ά. Αποστολάκι από τους δώδεκα ειδικούς επιστήμονες-ερευνητές που μετέχουν στον τόμο βασίζεται κυρίως στο προσωπικό της αρχείο,  που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. Στηρίχθηκε ακόμη στο αρχείο  του ΛτΕ καθώς και  των φορέων με τους οποίους είχε συνεργαστεί.  Αυτή η  «ιεροφάντης του πολιτισμού μας»  έφυγε το 1958,  έχοντας διαγράψει μια λαμπρή επιστημονική πορεία. Κατάφερε επίσης επάξια να  κατακτήσει μια θέση στο πάνθεον των Ελληνίδων που εργάστηκαν συστηματικά για τη «μεταρρύθμιση»  και την αποδοχή νέων ρόλων για τη γυναίκα εκείνη την ταραγμένη περίοδο,  τιμώντας το  λυκειακό θεσμό πέρα από τα ελληνικά σύνορα.

 

 

 

Share
Share